Ο ΔΙΠΡΑΓΜΩΝ

Έργα αργά, βαριά-βαριά,
Και στο σκοτάδι ακούγεται η ανάσα να σπρώχνει
ύλη μέσα στην πυκνή ομίχλη
Το σκηνικό, να, τίθεται:
Οι τοίχοι, τα φωτάκια από χαρτόνι, οι φίλοι.
Όλα γύρω απ’ τη θέρμη των κορμιών.
«[…] και πάλι εκτέθηκε, σαν μωρό\
Μην κλαις, του είπα, κι υποσχέθηκε\
Μα τα μωρά τι υποσχέσεις να κρατάνε;»
Όχι, πάμε from the top, ξανά·
«Συγγνώμη πάλι… ;»
Όχι, πιο ψηλά, απ την αρχή:
«Αν ξέρω ένα πράγμα τότε ξέρω…» κτλ κτλ.

Κάποιες ώρες μετά βουίζει στ’ αυτιά το κείμενο και όλα είναι
νευρικά, σαν την τάση στη γραμμή που όλο χτίζει μέχρι να
πέσει σαν κύμα πελώριο στην πλάτη του παιδιού που προσπαθεί να βγει απ’ τη
θάλασσα, και πέφτει χάμω και χτυπά: «ελα, σήκω να φάμε
τηγανίτες»

Οι τελευταίες μέρες και οι νύχτες τρέχουν τόσο
Που δεν αναρωτιέμαι πλέον πόσο κυλάω μέσα στο χιόνι
Αλλά πόσο θα πρέπει να μείνω για να πήξω.

Leave a comment