Στο vantage point της κυκλωμένης καλοσύνης
με το κυάλι σε περίμενα να βγεις
στ’ άπλετο γάργαρο λαδάκι της πηγής
που μουρμουρά σαν την ανάσα της Φροσύνης.
Με το καπέλο που ‘χες πάρει αγκαλιά
σ’ ένα χειμώνα άλλο πάλι θα κοιμόσουν.
Στις ράγες κάποτε όταν παν να τις ενώσουν
Βλέπω τη σπίθα που μου έβαλες κρυφά.
Οι δράκοι πάνω από τους ώμους Της ξερνάνε
τα μυστικά δάκρυα που ‘πιανε χτες βράδυ:
Η λαιμητόμος και τέρας μου σημάδι
γι’ αυτούς που κίνησαν νωρίς, γι’ αυτούς που πάνε.
Οι εναπομείνες – όσοι άκουσαν για Κείνη –
(από βιβλία ή κάποιο άρθρο apropos)
τις μέρες τούτες μάλλον έχουνε ρεπό
για να ρεμβάζουν μπρος σε μια ζεστή Σελήνη.
Η τρικυμία μου των πλοίων και η δίνη
είναι αυτές που με ωθούν ολοταχώς
και πλευρικά πια βλέπω μόνο άσπρο φως·
είναι το γέλιο σου π’ ακούω ή η κρήνη;
Οι στάχτες θα παραμονεύουν στους γιατρούς
όπου αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα πέσω
Σου είχα μόλις πει: « αν τότε δεν αντέξω
πούλα τες όλες τις σελίδες στους νεκρούς ».
Είναι εκεί που, με τη βελόνα στο μάτι
θα ευλογηθώ με αίμα κρύο και νεκρό
Ο γιατρός ρίχνει στο μάτι μου φακό
Μα βλέπει μόνο το σπαθί και τ’άσπρο άτι.