Ο ΠΡΟ ΑΦΙΞΕΩΣ ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΣ

Συσκοτίζων τη ρόδινη χάρη,
των άλλων τα μάτια κοιτάζοντας:
Ένας προς έναν· σε σύσταση φρούδα
και ξένη, η πείνα αλλάζει και μένει:
παρήγορη κοίτη σκυμμένη, αλάνθαστη·
όμως και τόσο σφιχτά σφαλισμένη.

Στην ίδια ακούσια σειρά των βημάτων
προστέθηκαν χώροι, χοροί, κατατέμνoντας
πύρινη χάρη. Η λάμψη – ξανά πρωινή – των δεν
σκύβει μα τρέχει με άλλη τροπή.

Και εκεί, στην πιο ήρεμη ώρα της νύχτας
θα φύγω με νέα γωνία κι ορμή σαν
προς τούτα τα γνώριμα φώτα:
ουράνια γεράνια στην ίδια Σελήνη.